Η Σημασία του Παιξίματος στην Ανάπτυξη του Παιδιού και ο Ρόλος της Οικογένειας

2013-08-02 23:32

[Διάλεξη σε συγκέντρωση του Συλλόγου Γονέων της Σχολής Χιλλ, στις 31.3.1994]

"Ο άνθρωπος είναι τέλειος άνθρωπος μονάχα όταν παίζει" έλεγε ο Σίλλερ. Είναι αλήθεια ότι ακόμα και το πιο σκληρό και επικίνδυνο παιχνίδι εξ ορισμού δεν αποτελεί εργασία, δεν παράγει τίποτα. Αλλά το γεγονός αυτό, από την αρχή κιόλας, κάνει χωρίς νόημα τη σύγκριση ανάμεσα στο παιχνίδι του ενήλικου και του παιδιού: γιατί ο ενήλικας είναι ον που παράγει και ανταλλάσσει εμπορεύματα, ενώ το παιδί απλά προετοιμάζεται να γίνει κάτι τέτοιο. Για το παιδί το παίξιμο είναι μια φυσική κατάσταση. Ο ενήλικας, όταν παίζει, ξέρει ότι παίζει. Το παιδί παίζει συνεχώς χωρίς να το ξέρει. Το μαθαίνει αργότερα από τον ενήλικα, με την είσοδό του στο σχολείο.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το παιχνίδι για το παιδί είναι όλες οι δραστηριότητές του, αυθόρμητα διαλεγμένες από το ίδιο, που εκτελούνται με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση, και μέσα από τις οποίες ανακαλύπτει τις δυνατότητές του, δοκιμάζει τις ικανότητες που διαθέτει, γνωρίζοντας τον εξωτερικό κόσμο, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον εσωτερικό του κόσμο.

Σημαντικό είναι να αναφέρω εδώ ότι το παίξιμο είναι βιολογικά χρήσιμο για τα παιδιά και τα μικρά ζώα σαν μέσο προετοιμασίας τους για πιο σημαντικές δραστηριότητες αργότερα. Αυτό γίνεται φανερό αν παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά των διαφόρων ζώων. Τα ζώα που βρίσκονται στις ανώτερες βαθμίδες της βιολογικής εξέλιξης, όπως τα θηλαστικά, και μπορούν να μάθουν περισσότερα πράγματα, παίζουν περισσότερο. Οι πίθηκοι μάλιστα, που βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρωπο, διατηρούν όπως εμείς την επιθυμία και την ικανότητα να παίζουν, ακόμα και όταν ενηλικιωθούν πλήρως. Αντίθετα, τα ερπετά ή τα έντομα δεν παίζουν καθόλου. Τα μικρά συμπεριφέρονται όπως τα μεγάλα, καθώς δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να μάθουν μεγαλώνοντας.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερή η σημασία του παιχνιδιού για κάθε ον που μαθαίνει, ειδικά δε για τα παιδιά θεωρείται ότι είναι ένας από τους τρόπους που η φύση έχει μεριμνήσει για την εκπαίδευσή τους.

Η παρουσία του ενεργητικού παιχνιδιού μπορεί να θεωρηθεί σαν ένδειξη ψυχικής υγείας, ενώ η απουσία του σαν ένδειξη ψυχικής διαταραχής ή κάποιας βιολογικής μειονεκτικότητας (π.χ. αυτισμός).

Για να αντιληφθούμε πόσα πράγματα σημαίνει το παιχνίδι για το παιδί, ας δούμε τις λειτουργίες που το παιδί εκφράζει μέσα από αυτό:

  1. Δρα αβίαστα και ελεύθερα.
  2. Δημιουργεί και μαθαίνει.

Ο D. Winnicott (Playing and Reality, 1971) τονίζει: "Στο παίξιμο, και ίσως μόνο σ' αυτό, το παιδί ή ο ενήλικας είναι ελεύθερος και δημιουργικός".

  1. Αναπτύσσει τη σκέψη του και πώς να αντιμετωπίζει προβλήματα.
  2. Οξύνει την κρίση του.
  3. Διευρευνά τον υλικό κόσμο.
  4. Αναπτύσσει την γλωσσική του ικανότητα.

Θα ήθελα να σταθώ λίγο σ' αυτό το σημείο. Όπως αναφέρει η Μπέρτ Ρεϊμόν-Ριβιέ, "το κάθε παιδί παίζει για τον εαυτό του, μιλάει στον εαυτό του". Ειδικά τα μικρά παιδιά μιλούν πολύ, μιλούν σχεδόν ασταμάτητα. Η τάξη ή η αυλή του νηπιαγωγείου μοιάζουν με κυψέλες που βουίζουν. Αλλά σε ποιον και για ποιον μιλούν; Για κανέναν και για όλους. Και αυτό το ξέρουν πολύ καλύτερα από εμένα οι παιδαγωγοί και οι δάσκαλοί τους.

Ο Piaget ονόμασε αυτή την κατάσταση "συλλογικό μονόλογο". Η ομιλία είναι κάτι παραπάνω από κοινωνικό εργαλείο. Είναι το στήριγμα της ατομικής δράσης. Την σχολιάζει και την παροτρύνει. Η γλώσσα πλουτίζει και οργανώνεται. Ο λόγος του παιδιού, που παίζει, εξελίσσεται ταχύτατα.

  1. Μπορεί να δημιουργεί και να ζει σ' έναν κόσμο φανταστικό που είναι δυνατόν να εξουσιάζει.
  2. Αναπτύσσει τις πρώτες του διαπροσωπικές σχέσεις.
  3. Εκφράζει συναισθήματα και έτσι μπορεί να κάνει μια σχέση ή ανακουφίζεται από δυσφορία, στεναχώρια.
  4. Βιώνει ευχαρίστηση.

Η παρατήρηση και η μελέτη του τρόπου που παίζουν τα παιδιά έδωσε και δίνει πολύτιμα στοιχεία στις επιστήμες της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής.

Ας δούμε λοιπόν εν συντομία τους τύπους και τα στάδια εξέλιξης του παιξίματος, που ακολουθούν την εξελικτική πορεία του παιδιού απο την βρεφική του ζωή ως την ενηλικίωση.

α) Διερευνητικό παιχνίδι

Αρχίζει από την ηλικία των 3 περίπου μηνών με το "παίξιμο" των δακτύλων και προϋποθέτει την ανάλογη ωρίμαση του νευρικού συστήματος και των αισθητηρίων για συντονισμό των κινήσεων και συγχρονισμό του ματιού με τις κινήσεις των χεριών. Υλικό που χρησιμοποιείται είναι τα απλά καθημερινά αντικείμενα και τα παραδοσιακά απλά παιχνίδια (κουδουνίστρες, μαλακές μπάλες, κ.λ.π.). Μέσα απ' αυτό το παίξιμο το παιδί συνέχεια προσθέτει στη γνώση του, διερευνώντας τον κόσμο γύρω του.

β) Μιμητικό παιχνίδι

Αρχίζει στους 7-10 μήνες και συνεχίζεται σ' ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μας. Προϋποθέτει την ικανότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται το λόγο ή τουλάχιστον τους λεκτικούς ήχους των γονιών του. Μέσα απ' αυτό το παίξιμο, το παιδί μαθαίνει σιγά-σιγά να εκτελεί δραστηριότητες που είναι πολύ χρήσιμες για το ίδιο, ταυτοποιείται με τους σημαντικούς ενήλικες, καθώς επίσης εκφράζει και τα συναισθήματά του (π.χ. το παιχνίδι των μαμάδων - μπαμπάδων, του κλέφτη κι αστυνόμου, κ.λ.π.).

γ) Δημιουργικό παιχνίδι

Αρχίζει γύρω στους 18-20 μήνες με το απλό χτίσιμο με κύβους λόγου χάρη, και προϋποθέτει την αυξανόμενη νοητική ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιεί εμπειρίες που έχει αποκτήσει. Αποτελεί συνέχεια του πρώιμου διερευνητικού παιξίματος, αλλά προϋποθέτει και ικανότητα να συνδυάζει μίμηση μαζί με την γνώση και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Σ' αυτό το στάδιο αρχίζουν να χρησιμοποιούνται τα διάφορα εκπαιδευτικά παιχνίδια. Το δημιουργικό παίξιμο μας ακολουθεί σ' όλη μας τη ζωή και σε συνδυασμό με το φανταστικό παιχνίδι βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη μορφή του μέσα από τις εικαστικές τέχνες.

δ) Φανταστικό παιχνίδι

Αρχίζει γύρω στα 2 χρόνια και αναπτύσσεται συνέχεια. Προϋποθέτει ανάπτυξη των προηγούμενων κατηγοριών παιχνιδιού, ιδίως του μιμητικού παιχνιδιού. Δίνει στο παιδί την ευκαιρία να παίξει γεγονότα της ζωής του, ελευθερώνοντάς τα από καταπιέσεις, δυσάρεστες καταστάσεις και εμπειρίες, βοηθώντας το να ανταποκριθεί πιο εύκολα στον απειλητικό κόσμο των μεγάλων. Το βοηθάει να αποκτήσει ψυχική ισορροπία προσφέροντάς του τη δυνατότητα να εξωτερικεύσει με τη συμπεριφορά του τις τάσεις που έχει για προστασία, δύναμη, επιθετικότητα, τρυφερότητα, και καταστροφή. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι το φανταστικό παιχνίδι εξαρτάται πολύ από την ικανότητα του παιδιού να εκφράζει τις ιδέες του με συμβολικό τρόπο. Έτσι πολύ συχνά τα παιδιά προβάλλουν τα συναισθήματά τους μέσα από το φανταστικό παιχνίδι, γι' αυτό και η αυθόρμητη παραγωγή αυτού του τύπου παιξίματος χρησιμεύει και για διαγνωστικούς σκοπούς από ψυχολόγους, παιδαγωγούς, παιδοψυχιάτρους, κ.λ.π.

ε) Ενεργητικό παιχνίδι

Προϋποθέτει την ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων και δραστηριοτήτων του παιδιού και τον έλεγχο του σώματός του. Στη διεργασία του ενεργητικού παιξίματος στηρίζεται η οργάνωση των διαφόρων παιχνιδότοπων, παιδικών χαρών κ.λ.π., μέσα στο σπίτι, στο σχολείο, στα πάρκα κ.λ.π. Έχει μεγάλη σημασία γιατί βοηθάει στη σωματική εξέλιξη του παιδιού.

στ) Παίξιμο με κανόνες

Πρόκειται για τον πιο εξελιγμένο τύπο παιχνιδιού, που ουσιαστικά είναι χαρακτηριστικός για τους ενήλικες. Προϋποθέτει τη σημαντική ανάπτυξη των ικανοτήτων του παιδιού, μαζί με την κατάκτηση όλων των προηγούμενων τύπων παιχνιδιού. Ακόμα απαιτείται ανάλογη ωριμότητα του παιδιού για να μπορεί να δεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, φέρ' ειπείν όσον αφορά στο μοίρασμα, στο να περιμένει τη σειρά του, στο να αναβάλει την ικανοποίηση των επιθυμιών του, στο να μάθει να χάνει. Αρχίζει μετά τα 4 χρόνια, είναι δηλαδή συνυφασμένο με την πρώτη ένταξη των παιδιών σε ομάδες. Η λειτουργία της ομάδας είναι ισχυρός ωριμοποιητικός παράγοντας, και σ' αυτή τη διεργασία καταλυτικός είναι πια ο ρόλος του Σχολείου.  

Είδαμε από τα παραπάνω πόσο σημαντικό είναι το παίξιμο για τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού. Θα ήθελα τώρα να αναφέρω τους τρόπους με τους οποίους, μέσα από το παίξιμο, ευοδώνεται η φυσιολογική κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Πρώτα απ' όλα, μέσα από το παιχνίδι, με την επανάληψη ενός δυσάρεστου περιστατικού μειώνεται η συγκινησιακή του επίδραση και επομένως η ένταση, το άγχος και η αγωνία του παιδιού. Ο Freud αναφέρει το παράδειγμα ενός παιδιού που έδενε με σπάγγο μια κουβαρίστρα, την πέταγε κάτω από το κρεβάτι, την "εξαφάνιζε" και μετά, γεμάτο χαρά, τραβούσε τον σπάγγο και την έφερνε ξανά κοντά του, ξεπερνώντας μ' αυτό τον τρόπο το άγχος που του προκαλούσε η καθημερινή παρατεταμένη απουσία της μητέρας του από το σπίτι.

Κατά δεύτερον, το παιδί μέσα από το παίξιμο εκφράζει απωθημένες επιθυμίες. Αναπαριστώντας διαμάχες και δυσάρεστα περιστατικά, καταφέρνει να τα ξεπεράσει επαναλαμβάνοντάς τα στο φανταστικό παιχνίδι.

Κατά τρίτον, τα παιδιά έχουν ανάγκη να παίξουν και να κερδίσουν τον έλεγχο των καταστρεπτικών και επιθετικών τους διαθέσεων, μιας και αυτά τα συναισθήματα συχνά τους γεννούν φόβο όταν τα συνειδητοποιήσουν.

Ακόμη, μέσα από το παίξιμο, το παιδί μπορεί να μιμείται τους μεγάλους (ταυτοποίηση) και να κάνει πράγματα που του απαγορεύονται ή ελέγχονται στην πραγματική ζωή (εκτονωτική λειτουργία): π.χ. φωνάζει δυνατά, γελάει, διατάζει, απαγορεύει, εκφράζει άμεσα τις επιθυμίες του και τις ενστικτικές τάσεις που μπορεί να μην είναι κοινωνικά αποδεκτές, κάνει ανταλλαγές καθημερινών ρόλων της ζωής και έτσι εξουσιάζει, κ.λ.π. Τέλος, μέσα από το παιχνίδι, εκδηλώνει την ανάπτυξή του, πειραματίζεται για προβλήματα που το απασχολούν και αισθάνεται επιτυχημένο. Θα ήταν παράλειψη αν δεν ανέφερα εδώ και τη συμβολή του παιχνιδιού στη σωματική ανάπτυξη του παιδιού, κυρίως σε ό,τι αφορά:

  • το αναπνευστικό σύστημα
  • το καρδιαγγειακό σύστημα
  • το αιμοποιητικό σύστημα
  • το νευρικό σύστημα
  • το πεπτικό σύστημα 

Προτού περάσω στην εξέταση του ρόλου της οικογένειας στο παίξιμο του παιδιού, θα ήθελα να αναφερθώ ειδικά στις μεταβολές που συμβαίνουν στα παιδιά ηλικίας 6-12 ετών, και στο πώς αυτές επηρεάζουν την εξέλιξη του παιξίματός τους. Σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη φάση (3ος-6ος χρόνος), δηλαδή τη φάση του Οιδιποδείου, που χαρακτηρίζεται από αναταραχή και έντονες θυμικές ζυμώσεις, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μια ήρεμη αφοσίωση και προσαρμογή στην πραγματικότητα. Κι αυτό έχει να κάνει πρώτα και κύρια με τις ριζικές μεταβολές που επέρχονται στη σκέψη του παιδιού, δηλαδή την εμφάνιση της Λογικής Σκέψης που απελευθερώνει το παιδί από τον εγωκεντρισμό του και του εξασφαλίζει μια καλύτερη επαφή με την πραγματικότητα, δίνοντας ταυτόχρονα ένα νέο χαρακτήρα στις σχέσεις του με τον Άλλο. Χάρη στη νέα κινητικότητα της σκέψης του, το παιδί μπορεί πλέον να εξετάσει ταυτόχρονα τις διαφορετικές όψεις μιας κατάστασης ή ενός νέου προβλήματος και να συνδέσει τα αίτια με τα αποτελέσματα. Φέρ' ειπείν, δεν πιστεύει πλέον ότι θα φάει περισσότερη ή λιγότερη σοκολάτα αν διαλέξει από δύο όμοια κομμάτια αυτό που του ζήτησαν να σπάσει σε μικρότερα κομμάτια, ή ότι ένα κομμάτι πλαστελίνης θα είναι ελαφρύτερο αν της δώσουμε σχήμα μακαρονιού ή δίσκου. Για τα παιδιά του σταδίου αυτού είναι προφανές ότι πρώτα η ποσότητα, έπειτα το βάρος και τελευταίος ο όγκος διατηρούνται παρά τις φυσικές μεταβολές του αντικειμένου εφ' όσον δεν προσθέσαμε και δεν αφαιρέσαμε τίποτε. Βεβαίως δεν υπάρχει ακόμη η έννοια της διατήρησης και η σκέψη του παιδιού δεν διαθέτει ακόμα την ιδιότητα της αντιστρεψιμότητας που θα του επέτρεπε να ακυρώσει νοερά τις μεταβολές του αντικειμένου και να επιστρέψει στο αρχικό σημείο. Η λογική του παιδιού αυτής της ηλικίας στηρίζεται στα γεγονότα και τις σχέσεις των αντικειμένων μεταξύ τους, και όχι στις ιδέες και τις αναλογίες όπως η τυπική αφηρημένη λογική του εφήβου και του ενήλικα. Δεν παύει όμως να σηματοδοτεί στο νοητικό επίπεδο την πορεία προς την αυτονομία. Το παιδί έχει αποκτήσει πια την ικανότητα για μια αληθινή συνεργασία. Θα συνάψει σταθερότερες και εκλεκτικότερες σχέσεις στο εσωτερικό της ομάδας και θα αναπτύξει ολοένα και εντονότερα τα αισθήματα του ανήκειν. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα παιδιά ηλικίας 9-10 ετών και μετά που δεν έχουν μία τουλάχιστον αμοιβαία προτίμηση στα πλαίσια της Ομάδας, σχεδόν πάντα παρουσιάζουν γενικότερες διαταραχές στον χαρακτήρα. Τώρα στο παιδικό παίξιμο κυριαρχεί το παιχνίδι με κανόνες, και επιθυμία καθενός από τους συμμετέχοντες είναι να αναμετρηθεί με τον σύντροφό του και να κερδίσει. Όπως έχει παρατηρηθεί (J. Chateau, 1954), αυτό ισχύει ακόμα και για δραστηριότητες ή παιχνίδια που είναι ουδέτερα (είτε ατομικά είτε ομαδικά, όπως ποδήλατο, άθληση γενικά), όταν μαζευτούν 2 ή περισσότερα παιδιά και συγκροτηθεί ομάδα. Εδώ παρατηρούμε ακόμα ότι εμφανίζεται η ανάγκη για αρχηγό, ο οποίος θα διευθύνει το παιχνίδι, θα ορίζει τους κανόνες και θα επιβάλλει την τήρησή τους. Έτσι το παίξιμο (κυρίως παιχνιδιών με κανόνες) σ' αυτή την ηλικία διαδραματίζει τεράστιο ρόλο στη βίωση και ολοκλήρωση της συνεργασίας και της κοινωνικοποίησης του παιδιού, και όχι μόνον. Καλλιεργείται σιγά-σιγά μέσα στο παιδί η έννοια της ηθικής, μέσω κυρίως του σεβασμού των κανόνων που αποκτούν την πραγματική τους βαρύτητα και σημασία. Ακόμα, μέσω των κανόνων αναπτύσσεται προοδευτικά η έννοια της δικαιοσύνης και της τιμιότητας προς τους συντρόφους.

Από όσα αναφέρθηκαν γίνεται, πιστεύω, φανερό ότι η παιδική κοινωνία, που προετοιμάζει το παιδί για την είσοδό του στην κοινωνία των ενηλίκων, δημιουργείται και αναπτύσσεται μέσα από το παίξιμο. Το παίξιμο είναι αυτό που επιτρέπει στην προσωπικότητα του κάθε παιδιού να εκδηλωθεί και να ανθίσει. Γι' αυτό κι όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το παίξιμο είναι φυσική κατάσταση και κατ' εξοχήν δραστηριότητα της παιδικής ηλικίας. Είναι προφανές ότι ο ρόλος των γονέων και η στάση τους απέναντι σ' αυτό το ζήτημα θα συμβάλλουν αποφασιστικά σε μια θετική και δημιουργική κατεύθυνση. Η Οικογένεια είναι η πρώτη Κοινωνική Ομάδα, μέσα στους κόλπους της οποίας αναπτύσσεται το παιδί, και αντιπροσωπεύει σε μικρογραφία την ιδεολογία, τη δομή και τη λειτουργία μιας μεγαλύτερης κοινωνικής ομάδας και σε τελική ανάλυση της κοινωνίας. Παράλληλα η Οικογένεια είναι υπεύθυνη για το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων μελών και, επομένως, συμβάλλει ουσιαστικά στην κοινωνικοποίηση των παιδιών, στην καλλιέργεια αξιών, στη συναισθηματική, κοινωνική και νοητική τους ωρίμαση. Είναι, με άλλα λόγια, ο πρώτος κοινωνικός θεσμός που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των παιδιών και να τους δώσει τα απαραίτητα εφόδια, τη γνώση και τους τρόπους για να πραγματώσουν αυτό που αποκαλούμε ελεύθερη και δημιουργική ζωή στα πλαίσια της ευρύτερης κοινωνίας.

Ο δεύτερος κοινωνικός θεσμός, που θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει αυτή την πορεία, είναι βέβαια το Σχολείο.

Ας δούμε όμως μερικές τουλάχιστον πρακτικές πλευρές της συμβολής των γονέων στην πορεία κοινωνικοποίησης του παιδιού, που συντελείται μέσα από το παίξιμο.

Κατ' αρχάς, πρέπει να αναφερθώ με δυο λόγια στη σημασία του παιχνιδιού ως αντικειμένου. Ιδιαίτερα σήμερα, με την αλματώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας των παιχνιδιών και τον ανελέητο βομβαρδισμό των διαφημίσεων, η βαρύτητα του παιχνιδιού-αντικειμένου στη διεργασία του παιξίματος γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Επομένως σημαντικός είναι και ο ρόλος του ενήλικα, που αρχικά θα επιλέξει και αργότερα διακριτικά θα καθοδηγήσει την επιλογή των παιχνιδιών του παιδιού. Τα κριτήρια σ' αυτή την κατεύθυνση είναι βασικά δύο: πρώτον, η εμφάνισή του (από αισθητικής κυρίως απόψεως) και δεύτερον, η εσωτερική του δομή, η λειτουργικότητά του. Και αν η εμφάνιση του παιχνιδιού, η καλαισθησία του, είναι αυτή που θα ελκύσει αρχικά το παιδί και θα παίξει ρόλο στην αισθητική του αγωγή, η εσωτερική του δομή είναι αυτή που θα δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο παίξιμό του, καθιστώντας το θετική και δημιουργική εμπειρία.

Έτσι λοιπόν, κατά την επιλογή ενός παιχνιδιού, πρέπει να προνοείται ώστε η εσωτερική δομή του να είναι ανάλογη με την ηλικία του παιδιού και το στάδιο της εξέλιξής του. Πέραν αυτού, σημασία πρέπει να δίνεται στις ατομικές διαφορές, δηλαδή στην προσωπικότητα του παιδιού, τα ενδιαφέροντά του, τον τρόπο που παίζει και το περιβάλλον όπου ζει, με άλλα λόγια είναι σημαντικό να ξέρουμε το ίδιο το παιδί  (με την έννοια της κατανόησης). Αυτή η γνώση είναι προϊόν παρατήρησης του παιδιού την ώρα που παίζει, που απογοητεύεται ή ικανοποιείται από το παίξιμό του. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν οι ίδιοι οι γονείς γονατίσουν κάτω και παίξουν μαζί του και το κάνουν αυτό με ευχαρίστηση, όχι σαν ένα είδος αγγαρείας. Ας το δούμε αυτό πιο συγκεκριμένα: ο ρόλος του ενήλικα, ειδικά του γονιού, που έχει αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του παιχνιδιού για την ανάπτυξη του παιδιού, θα είναι εποικοδομητικός αν:

  1. Δεχθεί ότι το παιδί ευχαριστιέται να κινείται από παιχνίδι σε παιχνίδι, αφιερώνοντας λίγο χρόνο κάθε φορά.
  2. Δεν υποχρεώνει το παιδί να τελειώσει αυτό που άρχισε, μιας και πολύ συχνά η διαδικασία (αυτό που ονομάζω παίξιμο) έχει για αυτό μεγαλύτερη αξία από το αποτέλεσμα.
  3. Ανεχθεί χωρίς να βαρυγκομήσει τη φασαρία που κάνει το παιδί παίζοντας.
  4. Υπερνικήσει την επιθυμία του για ρεαλισμό την ώρα του παιχνιδιού και αφήσει το παιδί να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του χωρίς κριτική.
  5. Αφήσει το παιδί να είναι αυθόρμητο στο παιχνίδι, χωρίς οδηγίες και κανόνες.
  6. Δεν επεμβαίνει από φόβο ότι το παιδί είναι άρρωστο, όταν εκείνο παίζει ήσυχα και σκεφτικά ή ονειροπολεί.
  7. Παίζει μαζί του σαν ίσος προς ίσο, όσο γίνεται, χωρίς να μπαίνει στη θέση του παθητικού αντιπάλου που δίνει στο παιδί την ευκαιρία να κερδίζει πάντα, γλιτώνοντας έτσι τον γονέα από τα ξεσπάσματα θυμού του παιδιού.
  8. Μιλάει κανονικά όταν παίζει μαζί του, εφόσον ο ενήλικας αποτελεί πρότυπο για το παιδί.
  9. Δεν το επαινεί διαρκώς, γιατί αυτό σε τελική ανάλυση καλλιεργεί την εξάρτηση.
  10. Δεν ντρέπεται σκεπτόμενος ότι, αν παίζει με τον τρόπο που ζητάει το παιδί, χάνει το κύρος του και γίνεται ανόητος. 

Γενικά ο γονιός πρέπει να σκέφτεται το παίξιμο του παιδιού σε σχέση με το άμεσο παρόν του και τη μεγάλη του ανάγκη να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι απαραίτητο το οικογενειακό περιβάλλον να οργανώνει τις προϋποθέσεις για μια δημιουργική εμπειρία παιξίματος. Που σημαίνει: να υπάρχει χώρος για το παιχνίδι, κατάλληλος για τις δραστηριότητες του παιχνιδιού, δραστηριότητες τις οποίες ενδεχομένως το παιδί θα μοιραστεί με άλλους. Αναγκαίο όμως είναι κάθε παιδί να μπορεί να έχει τον δικό του προσωπικό χώρο. Να αφήνεται χρόνος για παίξιμο, που πρέπει να είναι αρκετός για να πραγματοποιηθεί η δραστηριότητα που απασχολεί το παιδί, χωρίς να γίνεται πρόωρη διακοπή, γιατί αυτό δημιουργεί θυμό και απογοήτευση. Από την άλλη, καλό είναι να μην υπάρχει μεγάλη παράταση, γιατί μπορεί να οδηγήσει στο να μειωθεί το ενδιαφέρον για την δραστηριότητα από ανία, μοναξιά ή αίσθημα παραμέλησης. Να υπάρχουν, τέλος, σύντροφοι για το παιχνίδι, οι οποίοι είναι απαραίτητοι σε όλα τα στάδια της εξέλιξης.

Η ανάγκη για συντροφιά μεγαλώνει μετά την ηλικία των 2,5 ετών, καθώς μεγαλώνει η τάση για κοινωνικοποίηση του παιδιού, και βρίσκεται στο αποκορύφωμά της μεταξύ 4 και 6 ετών. Από την ηλικία των 6-7 χρονών τα παιδιά συγκροτούν διαρκώς ομάδες και το παίξιμο είναι κατεξοχήν ομαδικό, με έντονο ανταγωνιστικό χαρακτήρα: από εδώ και πέρα η σημασία του σχολείου είναι καθοριστική. Οι γονείς, παρ' όλα αυτά, εξακολουθούν να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο, ευοδώνοντας την αναπτυσσόμενη ικανότητα των παιδιών για συνεργασία - που ασφαλώς δεν μαθαίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Αυτό θα γίνει όχι μόνο με την οργάνωση των παιδικών πάρτυ, γιορτών, κ.λ.π. ορισμένες φορές τον χρόνο, αλλά και με την παροχή στο παιδί της δυνατότητας να οργανώνει και να συμμετέχει σε τακτική βάση σε ομαδικές δραστηριότητες-παιχνίδια, είτε μέσα στο σπίτι είτε σε φιλικά σπίτια είτε σε ειδικούς εξωτερικούς χώρους που παρέχουν βέβαια εγγυήσεις ασφάλειας (γυμναστήρια, φορείς & σύλλογοι, κ.λ.π.). Βεβαίως πρέπει να τονίσω εδώ ότι το καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση είναι οι ίδιοι οι γονείς. Έτσι το παιδί θα αποκτήσει την ικανότητα εκείνη που κάνει δυνατή μια αληθινή συνεργασία: μπορεί να δει το θέμα από τη σκοπιά του φίλου του και να συλλάβει τις προθέσεις του. Θα συνάψει επομένως σταθερότερες και εκλεκτικότερες σχέσεις στο εσωτερικό της ομάδας, ενώ ταυτόχρονα θα αναπτύξει ολοένα και εντονότερα το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα. Η πορεία αυτή, που συντελείται ανάμεσα στον 8ο και 12ο χρόνο της ζωής των παιδιών, θα εγκαταστήσει βεβαίως μια ισορροπία που θα τεθεί και πάλι σε αμφισβήτηση με την είσοδο στην εφηβεία. Ο έφηβος θα πρέπει να πληρώσει ακριβά πολεμώντας σ' ένα διπλό μέτωπο, εσωτερικό και εξωτερικό, για να κατακτήσει την τελική του αυτονομία και την είσοδό του σαν πλήρες μέλος στην κοινωνία των ενηλίκων. Και σε αυτή την περίοδο θα είναι σημαντικός ο ρόλος της Οικογένειας. Αλλά αυτό αποτελεί άλλο κεφάλαιο.